- ἀεσιφροσύνη
- ἀεσι-φροσύνη, ἡ,A folly, in pl., Od.15.470, Hes.Th.502.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αεσιφροσύνη — ἀεσιφροσύνη, η (Α) [ἀεσίφρων] (μαρτυρείται στον πληθ.) αφροσύνη, ανοησία … Dictionary of Greek
ἀεσιφροσύναις — ἀεσιφροσύνη folly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεσιφροσύνῃσι — ἀεσιφροσύνη folly fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεσιφροσύνῃσιν — ἀεσιφροσύνη folly fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεσιφροσύνας — ἀεσιφροσύνᾱς , ἀεσιφροσύνη folly fem acc pl ἀεσιφροσύνᾱς , ἀεσιφροσύνη folly fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)